περισσότερος

περισσότερος
περισσότερος, τέρα, ον comp. of περισσός (s. prec. entry; since Hdt.; Pla., Apol. 20c οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον πραγματεύεσθαι; PFlor 127, 22; TestAbr B 8 p. 113, 11 [Stone p. 74]; Da 4:36 Theod. μεγαλωσύνη περισσοτέρα) pert. to being beyond a standard of abundance, greater, more, even more
used w. a subst. ἀγαθά 1 Cl 61:3 (s. ἀγαθός 1bα). τιμή 1 Cor 12:23a, 24; Hm 4, 4, 2. δόξα Hs 5, 3, 3. κρίμα more severe punishment Mt 23:13 v.l.; Mk 12:40; Lk 20:47. εὐσχημοσύνη 1 Cor 12:23b. λύπη excessive sorrow 2 Cor 2:7.
w. focus on incremental aspect περισσότερον even more (=more than the πολύ that was entrusted to him) Lk 12:48. W. gen. of comparison περισσότερον αὐτῶν ἐκοπίασα 1 Cor 15:10.—περισσότερόν τί someth. more or further (Lucian, Tyrannic. 3) Lk 12:4 (s. on this KKöhler, ZNW 18, 1918, 140f); 2 Cor 10:8. W. gen. of comparison (Jos., Ant. 5, 23; 8, 410) περισσότερόν ἐστιν πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων is much more than all whole burnt offerings Mk 12:33. περισσότερον προφήτου Mt 11:9; Lk 7:26 might be taken as a neut. someth. greater than a prophet. But it may be understood as a masc. one who is more than a prophet (cp. Plut., Mor. 57f περιττότερος φρονήσει; Gen 49:3 Sym. οὐκ ἔσῃ περισσότερος).
the neut. sing. as adv. (Hdt. 2, 129 al.; Vett. Val. p. 74, 6; PFlor 127, 22; BGU 380, 10; PGM 13, 12) ζωὴν π. ἔχωσιν J 10:10 P75. π. ἐπιδεῖξαι point out even more clearly Hb 6:17. π. ἔτι κατάδηλόν ἐστιν it is even more evident 7:15. Strengthened so much more Mk 7:36.—B. 924. DELG s.v. περί. M-M s.v. περισσός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισσότερος — η, ο / περισσότερος, έρα, ον, ΝΜΑ και περσότερος, η, ο, Ν (συγκριτ. τού περισσός) αυτός που ξεπερνά άλλον σε ποσότητα, πολυπληθέστερος, πολυαριθμότερος. επίρρ... περισσοτέρως Α περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός +… …   Dictionary of Greek

  • περισσότερος — η, ο πιο πολύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσότερος — περισσός beyond the regular number masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • απειροπλασίων — ἀπειροπλασίων, ον (AM) ο άπειρα περισσότερος, πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”